κηρωτός

κηρωτός
-ή, -ό (Α κηρωτός, -ή, -όν)
[κηρώ]
νεοελλ.
1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα»)
2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» — η κηραλοιφή
β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα, το τσιρότο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρωτή
αλοιφή από κερί για ιατρική ή και καλλωπιστική χρήση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηρωτάριον — κηρωτάριον, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. βεστι άριον, δελφιν άριον] …   Dictionary of Greek

  • κηρωτή — κηρωτή, ἡ (Α) βλ. κηρωτός …   Dictionary of Greek

  • κηρωτικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρωτικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που βρίσκεται σε ορισμένα είδη κηρού, όπως στο κερί τών μελισσών, στο κερί καρναούμπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerotic < cerot (πρβλ. κηρωτός) + ic (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κηρωτοειδής — κηρωτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • κηρωτομάλαγμα — κηρωτομάλαγμα, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + μάλαγμα (μαλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • κηρωτώδης — κηρωτώδης, ῶδες (Α) [κηρωτός] κηρωτοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”